Home > Term: ενεργό
ενεργό
Π.χ., στην επιτήρηση, ένα επίθετο που εφαρμόζεται ενέργειες ή του εξοπλισμού που εκπέμπει ενέργεια ικανή να ανιχνευθεί, ραντάρ είναι ένα ενεργό αισθητήρα.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Military
- Category: Missile defense
- Company: U.S. DOD
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback