Home > Term: αιγίδα
αιγίδα
Του ναυτικού για προχωρημένους, γρήγορη αντίδραση, υψηλή δύναμη πυρός, επί του πλοίου anti-air πολεμική περιοχή αμυντικό σύστημα (ελληνική λέξη για το «ασπίδα»).
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Military
- Category: Missile defense
- Company: U.S. DOD
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)