Home > Term: aneuploid
aneuploid
Ένας οργανισμός ή ένας κελί έχοντας ένα χρωμόσωμα αριθμό δηλαδή δεν ακριβές πολλαπλάσιο της monoploid (x) με ένα χρωμόσωμα ανευρίσκεται σε μεγαλύτερη (π.χ., trisomic (2n + 1) ή μικρότερο (π.χ., monosomic 2n - 1) αριθμός από τον κανονικό αριθμό διπλοειδή.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Biotechnology
- Category: Genetic engineering
- Organization: FAO
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)