Home > Term: θαμβωτικό
θαμβωτικό
Προκαλούν την προσωρινή τύφλωση ενός αισθητήρα από υπερφόρτωση αυτό με μια έντονη σήμα από ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία (π.χ., από ένα λέιζερ ή μια πυρηνική έκρηξη).
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Military
- Category: Missile defense
- Company: U.S. DOD
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback