Home > Term: οιστρογόνο
οιστρογόνο
Ο γενικός όρος για μια ομάδα των γυναικείων ορμονών που ελέγχουν την ανάπτυξη των σεξουαλικών χαρακτηριστικών και τον έλεγχο του οίστρου.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Biotechnology
- Category: Genetic engineering
- Organization: FAO
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback