Home > Term: διαχωρητότητα
διαχωρητότητα
Έχοντας τη δυνατότητα να διαδώσει μέσω ή να διεισδύσει κάτι.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Military
- Category: Missile defense
- Company: U.S. DOD
0
Creator
- Khrysaor
- 100% positive feedback