Home > Term: premium
premium
Ένα συμπληρωματικό συμφωνηθέν ποσό που δίνει ο αγοραστής στον πωλητή, πέρα και πάνω από ένα υπάρχον σημείο αναφοράς. Επίσης, το ποσό που πληρώνει ο αγοραστής και εισπράττει ο πωλητής ενός δικαιώματος προαίρεσης (option).
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Energy
- Category: Energy trade
- Company: Platts
0
Creator
- Aggeliki
- 100% positive feedback
(Berlin, Germany)