Home >  Term: trenching
trenching

Φυσικός διαχωρισμός του εδάφους σε ένα κατακόρυφο επίπεδο να κόβω μπολιασμένες ρίζες μεταξύ των δέντρων.

0 0

Creator

  • Khrysaor
  •  (V.I.P) 30644 points
  • 100% positive feedback
© 2025 CSOFT International, Ltd.